θησαυροφύλαξ

θησαυροφύλαξ
θησαυρο-φύλαξ [ῠ], ᾰκος, ,
A treasurer, LXXEs.5.14, D.S.18.58, Polyaen.4.9.4, Arr.Ind.12.7 (pl.), Vett.Val.85.23.
II guard of the state-granaries, PCair.Zen.292.155(iii B.C.), PTeb.90.40 (i B.C.), POxy.522.9(ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θησαυροφυλάκων — θησαυροφύλαξ treasurer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακα — θησαυροφύλαξ treasurer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακας — θησαυροφύλαξ treasurer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακες — θησαυροφύλαξ treasurer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακι — θησαυροφύλαξ treasurer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακος — θησαυροφύλαξ treasurer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακας — ο (ΑΜ θησαυροφύλαξ) φύλακας θησαυρού νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει θησαυροφυλάκιο 2. μτφ. αυτός που συντηρεί κάτι σαν θησαυρό («παθῶν θησαυροφύλακας», Παλαμ.) μσν. ταμίας και διαχειριστής κοινότητας, κράτους, ηγεμόνα κ.λπ. αρχ. πάπ. φύλακας… …   Dictionary of Greek

  • ԳԱՆՁԱՒՈՐ — (ի. աց.) NBH 1 0529 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c ա.գ. γαζοφύλαξ, θησαυρόφυλαξ Thesauri custos Վերակացու գանձուց. գանձապահ. գանձակալ. խազնատար. *Միթրիդատայ գանձաւորի իւրոյ: Հրամայեցի գանձաւորաց՝ որ են յասորեստանի:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”